σιωπηλός

σιωπηλός
-ή, -ό / σιωπηλός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που δεν μιλά, που τηρεί σιωπή, σιγηλός
2. αυτός που δεν μιλά πολύ, που δεν αγαπά τη φλυαρία, λιγομίλητος
νεοελλ.
φρ. α) «σιωπηλή μετάλλαξη»
βιολ. μετάλλαξη που δεν μεταβάλλει τη λειτουργία τού γονιδίου και δεν έχει καμιά επίδραση στον φαινότυπο
β) «σιωπηλό εμπόριο»
εθνολ. εξειδικευμένη μορφή ανταλλαγής αγαθών κατά την οποία οι εμπορευόμενοι δεν έρχονται σε άμεση επαφή μεταξύ τους και τα ανταλλασσόμενα προϊόντα αφήνονται σε ορισμένο σημείο από όπου τα παραλαμβάνουν οι ενδιαφερόμενοι
αρχ.
1. (για πράγματα) αυτός που δεν εκβάλλει κανέναν ήχο («σιωπηλήν κίθαριν», Καλλ.)
2. (για τη θάλασσα) ήσυχος, ατάραχος («σιωπηλὴ θάλασσα», Γαλ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σιωπηλόν
α) η συνήθεια τού να είναι κανείς σιωπηλός
β) κάλυμμα, σκέπασμα
4. παροιμ. φρ. «σιωπηλότερος ἔσομαι τῶν Πυθαγόρᾳ τελεσθέντων» — λεγόταν επειδή, σύμφωνα με την παράδοση, η διδασκαλία τού Πυθαγόρα αποτελούνταν από διάφορους βαθμούς μυήσεων, με πρώτο και κατώτερο την εκμάθηση τής σιωπής (λεξ. Σούδα).
επίρρ...
σιωπηλώς / σιωπηλῶς ΝΜΑ, και σιωπηλά Ν
με σιωπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιωπή + επίθημα -ηλός (πρβλ. απατ-ηλός, νοσ-ηλός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σιωπηλός — silent masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπηλός — ή, ό επίρρ. ά αμίλητος: Παρέμεινε σιωπηλός ώρα πολλή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιωπηλότερον — σιωπηλός silent adverbial comp σιωπηλός silent masc acc comp sg σιωπηλός silent neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπηλῶν — σιωπηλός silent fem gen pl σιωπηλός silent masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπηλόν — σιωπηλός silent masc acc sg σιωπηλός silent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπηλότατον — σιωπηλός silent masc acc superl sg σιωπηλός silent neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπηρόν — σιωπηλός silent masc acc sg σιωπηλός silent neut nom/voc/acc sg σιωπηρός masc acc sg σιωπηρός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπηλοῖς — σιωπηλός silent masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπηλοί — σιωπηλός silent masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπηλοῦ — σιωπηλός silent masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”